Της Χριστίνα Πάντζου απο την Εφημεριδα των Συντακτων.
Οπως σε πάρα πολλές σελίδες της ιστορίας, έτσι και από τη σελίδα της αντίστασης κατά των ναζί στη Γερμανία δεν έχει γραφτεί σχεδόν τίποτα για τις ηρωικές γυναίκες που έδωσαν τα πάντα -και εν τέλει τις ζωές τους- για να ρίξουν το αιμοσταγές καθεστώς του Χίτλερ
Σίγουρα πολλοί γνωρίζουν τον ρόλο που έπαιξε στη μάχη κατά των ναζί η
Μάρλεν Ντίτριχ, που, εγκατεστημένη στις ΗΠΑ, αξιοποίησε την αίγλη του Χόλιγουντ
για να χρηματοδοτήσει την αντίσταση στη Γερμανία, να συμβάλει στην υποδοχή
εξόριστων πολιτικά διωκώμενων και Εβραίων, να εμψυχώσει τα συμμαχικά
στρατεύματα και να αποθαρρύνει τους στρατιώτες του Ράιχ, προτρέποντάς τους
«Παιδιά, μη θυσιάζεστε! Ο πόλεμος είναι σκατά και ο Χίτλερ ένας ηλίθιος»
Ισως κάποιοι επίσης να
ξέρουν την κοπέλα που έγινε σύμβολο της αντίστασης κατά των ναζί, την 21χρονη
φοιτήτρια Σόφι Σολ που συμμετείχε στην ομάδα ειρηνικής αντίστασης «Λευκό Ρόδο»
μοιράζοντας φυλλάδια με μηνύματα κατά του ναζιστικού καθεστώτος που συνελήφθη
από την Γκεστάπο και καταδικάστηκε –όπως όλα τα μέλη της ομάδας– σε θάνατο στην
γκιλοτίνα.
Η γνώση των περισσότερων για τις γυναίκες
που πολέμησαν τους ναζιστές τελειώνει εκεί. Στους τόμους που έχουν γραφεί για
τον ναζισμό, οι ιστορικοί δεν συμφωνούν για τον ρόλο των γυναικών. Τόσο ώστε υπάρχει
μια ολόκληρη διαμάχη, γνωστή ως Historikerinnenstreit (διαμάχη ανάμεσα σε
γυναίκες ιστορικούς) σχετικά με τη συμμετοχή τους ή όχι στα εγκλήματα του
Τρίτου Ράιχ. Η Γερμανίδα Γκιζέλα Μποκ ισχυρίζεται πως οι γυναίκες δεν είχαν
ξεχωριστό ρόλο ούτε εξουσία, πέραν από αυτήν που τους παραχωρούσαν οι άντρες
στο εσωτερικό των σπιτιών. Αντίθετα, η Αμερικανίδα Κλόντια Κουζ, ορμώμενη και
από το φαινόμενο των Aufseherinnen (των γυναικών φρουρών στα στρατόπεδα
συγκέντρωσης) υποστηρίζει πως και οι γυναίκες ήταν συνένοχες στο Ολοκαύτωμα.
Η θεώρηση αυτή περί θυμάτων και θυτών έχει
αφήσει έξω από τη συζήτηση τον σπουδαίο ρόλο που έπαιξαν οι Γερμανίδες στην
αντίσταση, γεγονός που, κατά τον Γιοχάνες Τούχελ, διευθυντή του Γερμανικού
Κέντρου Αντιστασιακής Μνήμης, συνιστά «ντροπή για τη γερμανική ιστοριογραφία».
Αυτό ακριβώς το κενό επιχειρεί να καλύψει
η έκθεση «Γυναίκες στην αντίσταση κατά του εθνικοσοσιαλισμού», που οργανώνει το
Κέντρο ως συνέχεια ιστορικής απόφασης που έλαβε η γερμανική Βουλή το 2019,
αναγνωρίζοντας επίσημα «τη γενναιότητα των γυναικών στην αντίσταση» και
εγκρίνοντας πόρους και μέσα για έρευνα, εντοπισμό και καταγραφή των χιλιάδων
ιστοριών αυτού του κεφαλαίου της αντίστασης.
Χάρη σε αυτή την
έρευνα, τα πορτρέτα και οι ιστορίες 260 γυναικών που ξεχώρισαν για τη δράση
τους πληρώνοντας συχνά το τίμημα με τη ζωή τους, εκτίθενται στο ιστορικό
κτίριο, όπου πριν από 80 χρόνια εκτελέστηκαν οι πρωτεργάτες της επιχείρησης
«Βαλκυρία», της απόπειρας ανατροπής και δολοφονίας του Χίτλερ τον Ιούλιο του
1942.
Κομβικός ρόλος
Ακόμα και σε αυτή την
ιστορική πλέον απόπειρα με επικεφαλής του σχεδίου τον συνταγματάρχη Κλάους φον
Στάουφενμπεργκ και τον υποστράτηγο Χένινγκ φον Τρέσκοβ, ο ρόλος των γυναικών
παραγνωρίστηκε, όπως έγινε με τη σύζυγο του τελευταίου, την Ερικα φον Τρέσκοβ,
που λειτούργησε σαν σύνδεσμος μεταφέροντας τα μηνύματα για τον συντονισμό
στρατιωτικών και πολιτικών ομάδων αντίστασης.
Το ίδιο συνέβη με πολλές
ακόμη γυναίκες. Οπως η στενογράφος Λιζελότε Χέρμαν, που συνελήφθη γιατί έδινε
κρίσιμες πληροφορίες στο παράνομο κομμουνιστικό κόμμα κι έγινε η πρώτη μητέρα
και αγωνίστρια που αποκεφαλίστηκε στη διαβόητη φυλακή Πλέτσενζι του Βερολίνου
το 1938. Ή η κομμουνίστρια δασκάλα, φεμινίστρια, λεσβία ακτιβίστρια Χίλντε
Ράντους και η ανάπηρη σύντροφός της Ελζε Κλοπς, που πρόσφεραν καταφύγιο σε
κομμουνιστές και Εβραίους, κρυμμένες στην παρανομία και λιμοκτονώντας. Ή η
Φράια φον Μόλτκε, νομικός που μαζί με το σύζυγό της Χέλμουτ ίδρυσαν τον «Κύκλο
του Κράιζαου», ομάδα όπου μετείχαν αντιφασίστες σχεδιάζοντας «την επόμενη μέρα
μιας δημοκρατικής Γερμανίας» και εξοντώθηκε από τους ναζί. Ή σαν την Ελίζε
Χάμπελ, που μαζί με τον σύζυγό της Οτο προσπάθησαν να αφυπνίσουν τα
αντιναζιστικά αισθήματα των συμπολιτών τους, αφήνοντας εκατοντάδες χειρόγραφες
κάρτες σε γραμματοκιβώτια και σκάλες κτιρίων στο Βερολίνο: εκτελέστηκαν και η
ιστορία τους ενέπνευσε το μυθιστόρημα του Χανς Φαλάντα «Μόνος στο Βερολίνο».
Και άλλες που απλά
έκαναν το λάθος να επικρίνουν δημόσια τον Φίρερ, όπως η Ελφρίντε Σολζ, αδελφή
του Εριχ Μαρία Ρεμάρκ (συγγραφέα του ιστορικού και απαγορευμένου από τους Ναζί
«Ουδέν νεώτερον από το Δυτικό Μέτωπο»), που εκτελέστηκε επειδή ευχήθηκε τον
θάνατο του Χίτλερ και αποκάλεσε τους Γερμανούς στρατιώτες «βορά στα κανόνια»
του ναζιστικού καθεστώτος.
Από κάθε τάξη
Ανήκαν σε κάθε κοινωνικό
στρώμα και ιδεολογική τάση: κόρες τραπεζιτών και στρατιωτικών, δασκάλες,
γραμματείες, σχεδιάστριες, καθαρίστριες, νοικοκυρές, και ανάμεσά τους
συνδικαλίστριες, αναρχικές, κομμουνίστριες, σοσιαλίστριες, ακόμη και
θρησκευόμενες καθολικές, διαμαρτυρόμενες ή μάρτυρες του Ιεχωβά. Αλλά τις ένωνε
η αντίθεσή τους στον ανελεύθερο και βίαιο εθνικοσοσιαλισμό που ήθελε να τις
περιορίσει σε μια ζωή υποταγής και τυφλής υπακοής. Οπως δήλωσε η Κλαούντια Ροτ,
υπουργός Πολιτισμού, «Η εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία υποβίβαζε τις γυναίκες
στον ρόλο των νοικοκυρών και μητέρων. Υποτίθεται ότι έπρεπε να απέχουν από την
πολιτική, όφειλαν να έχουν παιδιά και να τα ανατρέφουν και να φροντίζουν την
οικογένεια».
Μια εξιδανικευμένη
εικόνα των γυναικών φροντιστών του σπιτιού που αφορούσε αποκλειστικά τις Αριες,
εκείνες που ανήκαν στην Volksgemeinschaft (εθνική κοινότητα), την ιδανική απολυταρχική
κοινωνία που οραματίζονταν οι ναζί. Κι αν ξέφευγαν από αυτό το πρότυπο, το
καθεστώς ένιωθε απειλημένο. Ιδίως στο 1942-43, όταν μετά τα πλήγματα και τη
μετέπειτα ήττα των στρατευμάτων του Ράιχ από τους Σοβιετικούς στη μάχη του
Στάλινγκραντ, η ναζιστική κυβέρνηση ήθελε με κάθε τίμημα να διασφαλίσει την
εσωτερική «ηρεμία» και σταθερότητα. Είναι τότε που εντάθηκαν οι διώξεις και
αδικήματα που πριν θα καταδικάζονταν με μια ποινή λίγων μηνών τώρα τιμωρούνταν
με θάνατο, για παραδειγματισμό. «Το καθεστώς φοβόταν μια εναντίωση στο
εσωτερικό μέτωπο όπως και σε εκείνο του σπιτιού κι έτσι η απάντηση στις
γυναίκες που ασκούσαν κριτική έγινε πολύ σκληρή. Ακόμη και ένα αστείο επίκρισης
δεν θεωρείτο πλέον απλώς ένα κακόβουλο σχόλιο αλλά από το 1943 και έπειτα θεωρήθηκε
πρακτική “αποθάρρυνσης των στρατευμάτων”, κάτι που μπορούσε να τιμωρηθεί μα
θανατική ποινή».
Για την υπουργό Ροτ, το
παράδειγμα αυτών των γυναικών είναι ιδιαίτερα σημαντικό σήμερα απέναντι στην
άνοδο της Ακροδεξιάς και την άνθηση της ρητορικής του μίσους και του φόβου.
«Αυτές οι γυναίκες μάς προκαλούν να χρησιμοποιήσουμε τις ικανότητές μας εδώ και
τώρα για να προστατεύσουμε, υπερασπιστούμε και διατηρήσουμε τη δημοκρατία».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου