Τρίτη 4 Ιουνίου 2024

Η ιστορική υποτέλεια και το ελπιδοφόρο μέλλον της Αριστεράς.


 Γράφει ο Δημήτρης Οικονόμου*

Το παρόν ξεκίνησε να γράφεται με αφορμή την εκλογή στον δεύτερο γύρο των εσωκομματικών  εκλογών του ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη ως νέου προέδρου του ιστορικού (και με την καλή και με την κακή έννοια) κόμματος της Αριστεράς, μέσα στο κλίμα της γενικευμένης απογοήτευσης που γέννησε η συντριπτική ήττα του κόμματος στις εκλογές του Μαïου και του Ιουνίου. Το ερώτημα που μου γεννήθηκε μετά από αυτή την και απρόσμενη και αναπόφευκτη ήττα, που ήρθε παρά τις άλλως ευνοϊκές ιστορικές συνθήκες συσσωρευμένης απογοήτευσης και οργής κατά της δεξιάς κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, μετά από 4 χρόνια κακοδιαχείρισης των κοινωνικών προβλημάτων και ρημάγματος του κράτους, είναι το ερώτημα που ίσως σε κάποιο βαθμό βασανίζει πολλούς από εμάς ήδη από το 2015: τι πήγε στραβά; 

Και φυσικά, εντός του ευρύτερου πλαισίου ενός ατομικού και συλλογικού αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση και την υπέρβαση των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που καθιστούν απαραίτητη την διάχυτη καταπίεση, κυριάρχηση και εκμετάλλευση, μια κριτική των παραστρατημάτων της σύγχρονης Αριστεράς δεν μπορεί παρά να αποτελεί ένα πρώτο βήμα σε μια διαδικασία ανασυγκρότησης, χάραξης νέων στόχων και στρατηγικών, επαναφοράς σε μια τροχιά που καθιστά ξανά τους στόχους μας επιτεύξιμους, που μας επιτρέπει την αναγκαία ρεαλιστική ελπίδα.

Αυτό που θα ακολουθήσει, προς προειδοποίηση των αναγνωστών, είναι μια ανάγνωση της ιστορίαςτης δυτικής Αριστεράς από την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων το 1989-1990, έως και τηνσυγκυρία που βιώνουμε σήμερα, όπου αυτό που το 2012 θεωρήθηκε (αφελώς, όπως μπορούμε νααναγνωρίσουμε εκ των υστέρων – και εκ του ασφαλούς) και στην Ελλάδα και παγκοσμίως, ένα όχημα άρθρωσης αριστερής πολιτικής, με την προοπτική να σαρώσει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και να αλλάξει άρδην τις ζωές μας, κατέληξε να αποτελεί μια πηγή απογοήτευσης και αποξένωσης για τον μέσο αριστερό πολίτη και όχι μόνο. Για να αρτιώσω την ανάγνωση αυτή προσέφυγα στον Αντόνιο Γκράμσι και στην θεωρία του περί ηγεμονίας.

 Το συμπέρασμά μου, για όποιον δεν θέλει να διαβάσει όλο αυτό που ακολουθεί και δεδομένου πως δεν συνιστά και την ανακάλυψη της βαρύτητας, είναι, ότι οι ήττες της σύγχρονης δυτικής Αριστεράς οφείλονται αναπόφευκτα στην συντριπτική έλλειψη ηγεμονίας του αριστερού λόγου, και σε πολιτικό και σε κοινωνικό επίπεδο, η οποία όμως με την σειρά της οφείλεται και στην στάση της ίδιας της Αριστεράς απέναντι στον εαυτό της, τα λάθη της και τα επιτεύγματά της.

 Αλλά και σε επίπεδο προσωπικό: το 2015, το έτος της φαντασιακής ανόδου και της εκκωφαντικής πτώσης του ΣΥΡΙΖΑ, ήμουν 18 ετών, μαθητής της Γ’ Λυκείου και κατόπιν πρωτοετής φοιτητής. Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στα μεγάλα γεγονότα της εποχής καθόρισε για ορισμένο χρόνο και την προσωπική μου στάση απέναντι στην Αριστερά. Η αποτυχία του, με έφερε σε μονοπάτια κριτικά προς την επαναστατική και ιδεολόγο Αριστερά (που εξέφραζαν σε αυτήν την ιστορική συγκυρία η Αριστερή Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ και μετέπειτα Λαϊκή Ενότητα καθώς και ο Γιάνης Βαρουφάκης, μεταξύ άλλων), στα μονοπάτια του ρεφορμισμού, της σοσιαλδημοκρατίας και του αριστερού φιλελευθερισμού. Εν ολίγοις, βίωσα και εγώ ο ίδιος την ήττα της Αριστεράς στο επίπεδο του λόγου, μέσω της απόρριψής των οραμάτων της επιτέλεσα ούτως ειπείν την απογοήτευσή μου και προσπάθησα να επιλύσω (ανεπιτυχώς) την ανυπόφορη γνωστική ασυμφωνία που το 2015 δημιούργησε και σε μένα και, είμαι σίγουρος, σε πολλούς άλλους, συμπεριλαμβανομένων πολλών υψηλόβαθμων στελεχών που επέλεξαν να παραμείνουν στον ΣΥΡΙΖΑ και ίσως πλέον να αναθεωρούν την στάση τους ή που ήδη ανήκουν στη Νέα Αριστερά.

 Ποια ήταν λοιπόν η τροχιά της ιστορικής υποτέλειας της Αριστεράς στην Δύση, και ιδίως στην Ελλάδα;

1989-90: Το τραύμα της πτώσης των κομμουνιστικών καθεστώτων

Η επιλογή αυτού του ιστορικού οροσήμου, ως έναρξη, είναι κατ’ ανάγκην αυθαίρετη και έγινε κυρίως για λόγους συντομίας αλλά και επειδή, υπό μία έννοια, η συντριβή των κομμουνιστικών καθεστώτων φέρει μέσα της τις αντιφάσεις και τις πρακτικές που οδήγησαν την ευρωπαϊκή Αριστερά σε διαδοχικές ήττες από την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 και έπειτα.

Πράγματι, η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, μπορεί να αναχθεί σε έναν συνδυασμό πολιτικών και ιδεολογικών παραγόντων που ταλάνισαν και τα διάφορα παρακλάδια της ευρωπαϊκής Αριστεράς κατά τον 20ο αιώνα. Οι πολιτικοί παράγοντες συνοψίζονται στον Ψυχρό Πόλεμο και τις αδιάκοπες προσπάθειες της Δύσης να διαλύσουν το σοβιετικό φαινόμενο σε οικονομικό επίπεδο.

 Οι πρακτικές εμπορικού πολέμου και οι εξοπλιστικοί ανταγωνισμοί έπαιξαν σημαίνοντα ρόλο στην οικονομική στασιμότητα του σοβιετικού μπλοκ ήδη από την εποχή του Χρουστσώφ. Τις ίδιες πολιτικές και οικονομικές διώξεις υπέστησαν όλες οι εκφράσεις της φιλοσοβιετικής-ορθόδοξης κομμουνιστικής Αριστεράς στις χώρες της Δύσης, ξεκινώντας από τον αμερικανικό μακαρθισμό, περνώντας από την απαγόρευση με δικαστική απόφαση του κομμουνιστικού κόμματος στην Γερμανία το 1956, και φυσικά μη εξαιρουμένου του ελληνικού μετεμφυλιακού καθεστώτος που καταδίκαζε όσους είχαν ή θεωρούνταν ότι είχαν κάποια σχέση με το ΚΚΕ σε θάνατο, φυλάκιση, εξορία, οικονομική ανέχεια και κοινωνικό στιγματισμό. Έτσι το πολιτικό, εξωτερικό σκέλος της αποτυχίας του υπαρκτού σοσιαλισμού μπορεί να θεωρηθεί ανάλογο της καταπίεσης με την μορφή του καταναγκασμού των κομμουνιστών στις «φιλελεύθερες» δυτικές δημοκρατίες της εποχής.

Αυτό που μας ενδιαφέρει πιο πολύ εδώ, ωστόσο, είναι το ιδεολογικό, εσωτερικό μέρος του συμπλέγματος αιτιών της πτώσης του υπαρκτού σοσιαλισμού. Ο υπαρκτός σοσιαλισμός, έπεσε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα και επειδή είχε χάσει κάθε ψήγμα νομιμοποίησης μεταξύ των κυριαρχούμενων πληθυσμών του, επειδή εν ολίγοις στο τέλος δεν βρέθηκε κανείς πρόθυμος να τον προστατεύσει ή να παλέψει γι’ αυτόν. Το αντίστοιχο αυτής της συντριβής του υπαρκτού σοσιαλισμού σε ιδεολογικό επίπεδο στην ευρωπαϊκή Αριστερά ήταν η διαρκώς ανερχόμενη, ιδίως μετά την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στην Ουγγαρία το 1956 και στην Τσεχία το 1968, εναλλακτική ή ευρωκομμουνιστική Αριστερά, έκφραση της οποίας στην Ελλάδα ήταν αρχικά το ΚΚΕ εσωτερικού, κατόπιν ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου και εν τέλει ο ΣΥΡΙΖΑ.

 Το ρεύμα αυτό της Αριστεράς επέλεξε να αποστασιοποιηθεί (εύλογα) από τις καταπιεστικές πρακτικές της Σοβιετικής Ένωσης και να χαράξει έναν άλλο, πιο δημοκρατικό δρόμο προς την Αριστερά. Διακρινόταν ακόμα ως προς την σοσιαλδημοκρατία κατά το ότι δεν σκόπευε να περιοριστεί σε μια (σχετικά) πιο κοινωνικά δίκαιη κατανομή του εθνικού πλούτου χωρίς αμφισβήτηση των βάσεων του καπιταλισμού αλλά να οικοδομήσει μια δημοκρατική και ευρύτερα νομιμοποιημένη μετάβαση στον σοσιαλισμό, να πετύχει δηλαδή εκεί που απέτυχε η Σοβιετική Ένωση, να καλύψει αυτό που θεωρείτο (ξανά, εύλογα) ως μέγιστο έλλειμμα πολιτικής και ηθικής νομιμοποίησης.

Τα δυτικά κράτη λοιπόν κατάφεραν, είτε δια του καταναγκασμού είτε δια της νίκης σε ιδεολογικό επίπεδο, όσον αφορά τα επιθυμητά μέσα της μετάβασης στον σοσιαλισμό, να αποσοβήσουν τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» και να διαμορφώσουν έναν μονοπολικό κόσμο όπου το μόνο αντίπαλο δέος στην φιλελεύθερη δυτική δημοκρατία φερόταν να ήταν η υπανάπτυξη ή ο αυταρχισμός (αποτελέσματα μεν και τα δύο του οικονομικού και ιδεολογικού πολέμου που κατήγαγε και καταγάγει ο Παγκόσμιος Βορράς κατά του Παγκόσμιου Νότου, πρόσφορα δε να δώσουν κακόπιστα επιχειρήματα σε κάθε λογής απολογητές). Τη νίκη αυτή επί των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού συνόδευσαν οι γνωστές ιαχές περί «τέλους της ιστορίας», που ήδη εδώ και 15 χρόνια έχουν διαψευστεί πανηγυρικά, από την πραγματικότητα, καθώς οι δυτικές δημοκρατίες έχουν μεταβεί από μια κατάσταση θριάμβου σε μια κατάσταση συνεχούς και αδιάκοπης διαχείρισης κρίσεων και φόβου απέναντι σε ανερχόμενες παγκόσμιες δυνάμεις (π.χ. την Κίνα).

Τότε, όμως, η πτώση των καθεστώτων αυτών σηματοδότησε ένα ηχηρό χαστούκι στις απανταχού δυνάμεις της Αριστεράς συνοδευόμενου από τον κλασικό πλέον χλευασμό που όλοι μας έχουμε υποστεί ότι «η Αριστερά είναι ουτοπική και  δεν έχει ρεαλιστικό πλάνο».

Η ίδια η Αριστερά εσωτερίκευσε αυτή την κριτική με διαφορετικούς τρόπους. Κάποια κόμματα της ορθόδοξης κομμουνιστικής Αριστεράς, ως παράδειγμα των οποίων θα λάβουμε το ΚΚΕ, διαχειρίστηκαν το τραύμα του 1990 με μια στάση άρνησης και απώθησης: συνεχίστηκε αφενός η μεσσιανική αναμονή για την εκ νέου ωρίμανση των συνθηκών, αφετέρου η διατήρηση στην ζωή ενός κόμματος-εμπροσθοφυλακής κατά τα λενινιστικά πρότυπα, διατηρώντας μια ορισμένη επιρροή στην κοινωνία και μια σταθερή παρουσία στην πολιτική σκηνή, που ωστόσο ποτέ δεν ξεπέρασε το κοινωνικό στίγμα σε βαθμό ώστε να αποτελέσει απειλή προς την καθεστηκυία τάξη. Τα άλλα αριστερά κόμματα, της εναλλακτικής ή ευρωκομμουνιστικής Αριστεράς, επέλεξαν μια τακτική εσωτερίκευσης της δυτικής κριτικής του υπαρκτού σοσιαλισμού που έφερε ωστόσο πάντα μαζί της μια ενοχή, μια ασυνήθιστη ετοιμότητα και τάση προς απολογία, μια εξυπαρχής ιδεολογική υποτέλεια. Ενώ θα περίμενε κανείς τα κόμματα της εναλλακτικής Αριστεράς να επωφεληθούν από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς ήδη και πριν από αυτή άρθρωναν ισχυρή κριτική στο σοβιετικό μοντέλο, στην πραγματικότητα τα στελέχη και μέλη τους βίωσαν την απομάγευση των οραμάτων τους και την επακόλουθη ενδημική στην Αριστερά του 21ου αιώνα ηττοπάθεια, περισσότερο κι από τα κόμματα του ορθόδοξου κομμουνισμού που επέλεξαν την τακτική της άρνησης. Αυτό το τραύμα του 1989-1990 θα ακολουθούσε την ευρωπαϊκή Αριστερά μέχρι και την επόμενη ιστορική συγκυρία κατά την οποία ο χώρος απέκτησε πολιτική προοπτική: την περίοδο που ξεκίνησε με την οικονομική κρίση του 2008.

 2008-2015: Η επάνοδος στο προσκήνιο, η «έλευση της ελπίδας»

 Με την έλευση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008 η Αριστερά επανήλθε σε πολλές χώρες στο κέντρο των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων. Αυτό μπορεί να αναχθεί σε μια πληθώρα υλικών και ιδεολογικών παραγόντων: η κρίση εξαπέλυσε ένα κύμα οικονομικής αστάθειας που έθεσε σε πραγματικό κίνδυνο τους μεγάλους παίκτες της οικονομίας (ιδίως τις τράπεζες αλλά εν γένει αυτό που χαρακτηρίζεται ως μεγάλο κεφάλαιο).

Για να αποσοβηθεί αυτός ο κίνδυνος οι κυβερνήσεις κάθε χρώματος, είτε της Δεξιάς είτε της σοσιαλδημοκρατίας, επενέβησαν στην οικονομία εφαρμόζοντας πολιτικές λιτότητας οι οποίες πέτυχαν την αναδιανομή πλούτου από τα κάτω προς τα πάνω: εν ολίγοις, τα εισοδήματα των πολλών χρησιμοποιήθηκαν για την διάσωση των λίγων μα τόσο ισχυρών που είχαν την δυνατότητα να κρατήσουν την συνολική οικονομία ως όμηρο. Αυτή η ακραία ταξική οικονομική πολιτική πρώτα απ’ όλα οδήγησε άμεσα σε εκτεταμένες διαμαρτυρίες, οι οποίες τις περισσότερες φορές συνάντησαν βίαιη αστυνομική καταστολή. Υπήρχε, πάντως, το συναισθηματικό δυναμικό της δίκαιης οργής για την βίαιη ταξικότητα των οικονομικών πολιτικών, ένα δυναμικό που πάντα μπορεί να ωφελήσει την Αριστερά. Ακόμα περισσότερο αυτές οι πολιτικές λιτότητας επέφεραν το καθοριστικό πλήγμα στο γόητρο της σοσιαλδημοκρατίας, πράγμα που αποτυπώθηκε εκλογικά στην Ελλάδα με την εντυπωσιακή κατάρρευση, στα όρια της εκλογικής εξαφάνισης, του ΠΑΣΟΚ. Ο λόγος ήταν πως τα ιδεολογήματα τη σοσιαλδημοκρατίας περί καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο αποδείχτηκαν, όπως πολύ πριν τα είχε δει και ο Μαρξ, κούφια. Η σοσιαλδημοκρατία επικράτησε σε μια σύντομη μεταπολεμική περίοδο ως περίπου και την δεκαετία του ’70 και έκτοτε τα επιτεύγματά της ξηλώνονται συστηματικά και ένα προς ένα από διαδοχικές κυβερνήσεις, κάποιες εκ των οποίων και σοσιαλδημοκρατικές. Οι ίδιες αυτές κυβερνήσεις κλήθηκαν να εφαρμόσουν, και περισσότερο ή λιγότερο πρόθυμα εφάρμοσαν, πολιτικές λιτότητας, προδίδοντας το εκλογικό τους ακροατήριο και θρυμματίζοντας το αφήγημα περί δίκαιης διανομής των κοινωνικών κερδών και απωλειών εντός του καπιταλισμού που συνοψίζει την προσέγγισή τους στην πολιτική.

Αυτή η απώλεια της ιδεολογικής ηγεμονίας έφερε μεγάλες μερίδες του κόσμου σε μια κατάσταση απομάγευσης και απογοήτευσης από το κρατούν οικονομικό σύστημα που απομύζησε τους κόπουςτων ζωών τους για να διασώσει εγκληματικά ανεύθυνες τράπεζες και μεγάλες επιχειρήσεις. Το κενό λοιπόν που δημιουργήθηκε στον ιδεολογικό χώρο καλύφθηκε γρήγορα από τις δυνάμεις της Αριστεράς, που το χρησιμοποίησαν για να θέσουν ξανά ιδέες, προτάσεις και επιχειρήματα για την πολιτική και ηθική κατωτερότητα του καπιταλισμού.

Επιπλέον, τα ιδεολογήματα και τα αφηγήματα των πολιτικών ελίτ, κατέστησαν διάφανα και η μαζική εξαπάτηση των πολιτών έχασε κάποια από την ισχύ της. Σε αυτή την συγκυρία δυνάμεις της Αριστεράς σε όλη την Ευρώπη κατάφεραν να ανακτήσουν δυνάμεις και να φτάσουν σε πρωτόγνωρα σημεία πολιτικής ισχύος. Το πλέον καίριο παράδειγμα είναι  φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ, που από κόμμα της διανοούμενης Αριστεράς του 3-4 % εκτοξεύτηκε σε κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στον διπλό «εκλογικό σεισμό» του 2012, απέναντι σε μια ανεπανόρθωτα διεφθαρμένη, ακραία συντηρητική και ξενοφοβική και ανελέητα νεοφιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά, κοντολογίς απέναντι σε ένα κόμμα της κοινωνικής καταστροφής. Τις μέρες εκείνες του 2012 όλοι αισθάνθηκαν πως πλησίαζε μια μεγάλη αλλαγή. Ο ΣΥΡΙΖΑ ασκούσε δυναμική και μαχητική αντιπολίτευση εντός Βουλής, ενώ τα στελέχη και οι βουλευτές του συμμετείχαν στα κινήματα των πλατειών και στα συλλαλητήρια. Αποκορύφωμα της ιδεολογικής αντι-ηγεμονίας της Αριστεράς τις μέρες εκείνες ήταν ίσως το κλείσιμο της ΕΡΤ, που μετατράπηκε σε σύμβολο του αυταρχισμού της πανικόβλητης πολιτικής ελίτ στο πρόσωπο μιας πιθανά σαρωτικής αντικατάστασής της.

Παράλληλα, και πιστοί στο πνεύμα της αριστερής ηττοπάθειας, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ εργάζονταν πυρετωδώς για να διατυπώσουν ένα κυβερνητικό πρόγραμμα με πειστικές και, η λέξη κλειδί, ρεαλιστικές προτάσεις για την επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων χωρίς κοινωνική κατάρρευση. Ήδη σε αυτό το στάδιο άρχισαν οι ιδεολογικές εκπτώσεις για χάρη του ρεαλισμού και της επιτευξιμότητας, και με στόχο φυσικά να καθησυχάσουν κομμάτια της κοινωνίας που δεν ανήκαν στο εκλογικό κοινό της Αριστεράς και την αντιμετώπιζαν εν πολλοίς με καχυποψία. Το πρόγραμμα που προέκυψε έμοιαζε περισσότερο με ένα κυβερνητικό πρόγραμμα σοσιαλδημοκρατικού κόμματος προ κρίσης παρά με πρόγραμμα εμπνευσμένο από αριστερές ιδέες και προσανατολισμένο στην αναμόρφωση της κοινωνίας από τα κάτω με την εγκαθίδρυση θεσμών κοινωνικής αυτοοργάνωσης, συμμετοχικής δημοκρατίας και τα λοιπά.

 Αυτή η επιλογή μπορεί να δικαιολογηθεί, και δικαιολογήθηκε με πολλούς τρόπους (το επείγον της επίλυσης της οικονομικής κρίσης και της αναδιαπραγμάτευσης των μνημονίων φερειπείν), και το παρόν κείμενο δεν επιθυμεί να εκφράσει κριτική για τις ευκαιρίες που χάθηκαν, όσο απλά να αποτυπώσει την εξέλιξη των πραγμάτων.

Ούτως ή άλλως, τίποτα δεν είναι ευκολότερο από την εκ των υστέρων κριτική. Σε κάθε περίπτωση, η Αριστερά βρέθηκε την εποχή εκείνη σε μια άνευ προηγουμένου θέση ιδεολογικής αντι-ηγεμονίας χωρίς να αντιμετωπίζει την ευρεία καταστολή του κρατικού μηχανισμού (όπως π.χ. το ΚΚΕ στον Μεσοπόλεμο και την μετεμφυλιακή περίοδο). Αυτή η κυριάρχηση στον χώρο των πολιτικών αφηγημάτων και η δημιουργική χρήση της, με πολιτικά συνθήματα όπως «Πρώτη φορά Αριστερά» και «Η ελπίδα έρχεται» έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, με πρώτη εντολή την αναδιαπραγμάτευση και κατάργηση των πολιτικών λιτότητας και την ρύθμιση της κρίσης χρέους με τρόπο που να μην καταστρέφει το κοινωνικό σύνολο. Σε αυτό το σημείο βρίσκεται και η καμπή, η πτώση και η κατά κράτος ιδεολογική ήττα της Αριστεράς που βλέπουμε να κορυφώνεται σήμερα.

 

2015-σήμερα: Το χαμένο δημοψήφισμα και η δεύτερη ήττα της Αριστεράς

 Από τις 25 Ιανουαρίου του 2015 τα βλέμματα της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας Αριστεράς ήταν στραμμένα στην Ελλάδα. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς, ένας Δαβίδ, ετοιμαζόταν να πολεμήσει την δεξιά ηγεμονία στην ΕΕ και ένα τερατώδες οικονομικό, πολιτικό και μιντιακό κατεστημένο, εγχώριο και διεθνές, έναν πραγματικό Γολιάθ. Η τόσο πρόσφατη πολιτική ιστορία δεν χρειάζεται ιδιαίτερα αναλυτική υπόμνηση. Ακολούθησαν μήνες σχοινοτενούς και άκαρπης προσπάθειας επαναδιαπραγμάτευσης των καταστροφικών πολιτικών λιτότητας που συνεχίζουν και σήμερα ακάθεκτες να ερημοποιούν την χώρα, με αποκορύφωμα το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, μια κίνηση που αναμενόταν να πειθαναγκάσει τους Ευρωπαίους «εταίρους» σε υποχώρηση από τις ανάλγητες θέσεις τους, χάριν των αξιών της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Εδώ μπορούμε ήδη να σημειώσουμε το πρώτο – στρατηγικό – λάθος της ευρωπαϊκής Αριστεράς: ότι πίστεψε στην Ευρώπη, όχι ως το πολιτικό και θεσμικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά ως ένα υποτιθέμενο σύμπλεγμα ανώτερων ηθικών αξιών, όπως η δημοκρατία, η δικαιοσύνη, η πίστη στα ανθρώπινα δικαιώματα, η πολιτική ελευθερία.

 Η Αριστερά έκανε το λάθος να εσωτερικεύσει τόσο πολύ την δυτική κριτική στο σοσιαλιστικό πείραμα που κατέληξε να γίνει δυτική η ίδια. Φυσικά γνωρίζουμε πλέον καλά, μετά το χαστούκι του δημοψηφίσματος αλλά και με την συνεχιζόμενη κοινωνική καταστροφή με την μορφή της νεοφιλελεύθερης λιτότητας, τις ατέλειωτες εκατόμβες νεκρών μη Ευρωπαίων στα σύνορα της ΕΕ καθώς και με την υποστήριξη της εκτυλισσόμενης γενοκτονίας στην Λωρίδα της Γάζας, ότι οι υποτιθέμενες ευρωπαϊκές ή δυτικές αξίες, μικρή αξία έχουν στην πραγματικότητα για τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ και παραμερίζονται όποτε και όπου χρειαστεί. Αυτό που πλέον έχει καταστεί διάφανο για εμάς, θα μπορούσαμε να το είχαμε αντιληφθεί ήδη αν είχαμε εντρυφήσει λίγο παραπάνω ως Αριστερά στην ιστορία της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού. Αυτό που ήταν για εμάς σοκαριστικό τον Ιούλιο του 2015 ήταν και είναι κοινή γνώση για τον μέσο πολίτη του Παγκόσμιου Νότου. Η κυβερνώσα Αριστερά αποδείχθηκε αφελής και θύμα του ιστορικού ευρωκεντρισμού της.

Αυτό που ακολούθησε την ιστορική συνθηκολόγηση μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου ωστόσο ήταν,κατά την γνώμη του γράφοντος, μακράν χειρότερο – για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της Αριστεράς - από την ίδια την συνθηκολόγηση. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε τον δρόμο του αυτοεξευτελισμού πρώτον, με την βιαστική ψήφιση του τρίτου Μνημονίου υπό τους χλευασμούς και τις λοιδορίες αλλά κατ’ ανάγκην με τις ψήφους της συστημικής αντιπολίτευσης (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Ποτάμι), και κατόπιν της ιδεολογικής αυτοκτονίας. Μετά την επανεκλογή του Σεπτέμβρη του 2015 και για τα υπόλοιπα σχεδόν τέσσερα χρόνια διακυβέρνησής της η «κυβερνώσα», η «υπεύθυνη», η «σοβαρή», η «ώριμη» Αριστερά, επιδόθηκε συστηματικά όχι μόνο στην επιβολή πολιτικών σκληρής λιτότητας υπό την επιτροπεία της αποικιοκρατικής ΕΕ αλλά, το σημαντικότερο, στην δικαιολόγηση τους. Η αυτοκριτική αυτής της Αριστεράς πήρε μια νέα τροπή: για να δικαιολογήσει την δειλία, την ανετοιμότητα της, την έλλειψη μαχητικότητας, την υποχώρηση από τις αρχές της, η κυβερνώσα Αριστερά ξεκίνησε έναν ιδεολογικό πόλεμο κατά των ίδιων των αρχών της και της έκφρασής τους στην προ του Ιουλίου 2015 περίοδο, κατ’ ουσίαν έναν αυτοκανιβαλισμό.

Το μεγάλο στρατηγικό λάθος αυτής της Αριστεράς, που μας κατατρύχει και σήμερα, είναι ότι αφαίρεσε η ίδια από τον εαυτό της τη νομιμοποίηση, να απευθύνεται στους καταπιεσμένους, εγκατέλειψε πανικόβλητη την πρόσκαιρη ιδεολογική ηγεμονία που είχε αποκτήσει στην περίοδο 2011-2015, χλευάζοντας μάλιστα όσους τόλμησαν να πιστέψουν πως ένα καλύτερο μέλλον ήταν εφικτό, δυναμιτίζοντας έτσι για χρόνια τις βάσεις της αξιοπιστίας μας ως παράταξη και ως κοσμοθεώρηση.

 Η Αριστερά αυτή εγκατέλειψε κάθε ψήγμα ριζοσπαστισμού ή ανυπακοής για χάριν τίνος πράγματος αλήθεια; Για να αγκιστρωθεί πάνω σε μια σύντομη κυβερνητική θητεία που όχι μόνο δεν προσπόρισε πολιτικά οφέλη, αλλά μετά το πέρας της οποίας ο ΣΥΡΙΖΑ έμοιαζε ήδη να αποτελεί παρελθόν, ακόμα κι αν θα χρειαστούν κάποια χρόνια για την εκλογική του κατάρρευση. Έτσι η ηττοπαθής και κατηφής Αριστερά κατέληξε πάλι να είναι ο μεγάλος εχθρός του εαυτού της, επαναλαμβάνοντας τα λάθη που ακολούθησαν το 1990 αλλά σε πολύ ευνοϊκότερες πια για την ίδια κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Μια αληθινά χαμένη ευκαιρία που απέκτησε ωστόσο μια γεύση αυτοεκπληρούμενης προφητείας, από μια ομάδα ανθρώπων που προσπάθησαν πάση θυσία να αποδείξουν ότι δεν πιστεύουν πια σε αυτό που τους έφερε στην εξουσία, την ανάγκη και ελπίδα των πολλών και των καταπιεσμένων για ένα καλύτερο μέλλον.

 

2024: Και τώρα;

 Αν κάτι θα πρέπει να έχουμε μάθει από όλα αυτά, είναι ότι η αυτοκριτική της Αριστεράς, έχει νόημα μόνο ως αναγκαίο στάδιο προετοιμασίας για την επόμενη μάχη και όχι ως αυτομαστίγωμα ήεπιβεβαίωση των προκαταλήψεών μας.

  Οι δρόμοι που μας μένουν για το μέλλον φαίνονται να είναι οι εξής τρεις.

Ο πρώτος είναι ο δρόμος της ηττημένης Αριστεράς που έγινε Κεντροαριστερά, της ηττοπαθούς Αριστεράς που έφαγε τις σάρκες της: αν όντως μας πείθει το αφήγημα π.χ. του ΣΥΡΙΖΑ, και της Νέας Αριστεράς στον βαθμό που δεν έχει διαχωρίσει την θέση της, ότι η αλλαγή στην πραγματικότητα δεν ήταν ποτέ εφικτή, μας μένει να ιδιωτεύσουμε ή να παλέψουμε για μια ολοένα δεξιότερης υφής σοσιαλδημοκρατία, χωρίς να έχει ιδιαίτερη σημασία από ποιον κομματικό χώρο γίνεται αυτό, ευρισκόμενοι πάντως σαφώς εκτός του αριστερού χώρου.

 Ο δεύτερος είναι ο δρόμος της Αριστεράς σε άρνηση, της Αριστεράς που σταμάτησε να παράγει νέα σκέψη ήδη πριν την πτώση του κομμουνισμού και βρίσκεται δεκαετίες παγωμένη σε ένα Καθαρτήριο, αποζητώντας ένα για πάντα χαμένο παρελθόν αντί να ενδιαφέρεται για την προσαρμογή του σε ένα αβέβαιο και σκοτεινό μέλλον, χάνοντας ολοένα την επαφή με την κοινωνία όπως αυτή υπάρχει στο πολιτικό παρόν και επιζώντας μάλλον από τις δάφνες της μακρόχρονης και πράγματι ένδοξης ιστορίας της, κρατώντας ωστόσο ζωντανή την σπίθα της αντίστασης, μεταδίδοντας πολιτικές ιδέες, αποτελώντας πλαίσιο και φυτώριο για την ανάπτυξη συντροφικών σχέσεων και την συλλογική πολιτική δράση, ακόμα και με ένα αυταρχικό ή συγκεντρωτικό στυλ πολιτικής που είναι συχνά απωθητικό.

 Ο τρίτος είναι ο δρόμος μιας Αριστεράς που συνθέτει, μιας Αριστεράς που κρατάει το κεφάλι ψηλά, μιας Αριστεράς που δεν διστάζει να ανατρέψει τους όρους της παρούσας πολιτικοοικονομικής ηγεμονίας και να παραγάγει λόγο καθαρό, αντι-ηγεμονικό, χωρίς ηττοπάθειες, χωρίς ενοχές για τα λάθη του παρελθόντος, χωρίς ανέξοδους ηθικισμούς και σεχταρισμούς, μιας Αριστεράς πλουραλιστικής, που ζει και αναπνέει μέσα από τα κοινωνικά κινήματα χωρίς να ζητά να τα καπελώσει, μιας Αριστεράς που δρα και σκέφτεται στο πολιτικό παρόν, ενσωματώνοντας τα διδάγματα του παρελθόντος αλλά προχωρώντας όχι προς έναν χαμένο παράδεισο αλλά μια ανύπαρκτη ακόμα Ιθάκη. Μιας Αριστεράς που θα επιδιώξει να ενώσει όλους τους καταπιεσμένους και να χτυπήσει ταυτόχρονα από διαφορετικά σημεία, τα διασταυρούμενα συστήματα καταπίεσης του καπιταλισμού, της πατριαρχίας, του ρατσισμού, του ετεροσεξισμού, της αποικιοκρατίας, μέσα και έξω από τα σύνορα. Μια Αριστερά του εφαρμοσμένου, βιωμένου διεθνισμού, που θα καταφέρει να έχει ταυτόχρονες και συντονισμένες πολιτικές εκφράσεις σε διάφορα σημεία της υφηλίου, είτε με την μορφή της στενής συνεργασίας ή και με την μορφή ενός ενιαίου σχήματος, καθώς τα προβλήματα της ανθρωπότητας ήταν και είναι πάντοτε παγκόσμια.

 Αυτή η Αριστερά δεν υπάρχει ακόμα, οφείλουμε όμως, κατά την γνώμη μου, να υποστηρίξουμε όποιο σχήμα, όποια πολιτική και κινηματική προσπάθεια κινείται σε αυτή την κατεύθυνση, να ενώσουμε τις δυνάμεις μας σε νέες συλλογικότητες, να δώσουμε πνοή σε αυτό το όραμα, στην συλλογική ζωή που έχουμε ανάγκη. Και κυρίως να πετάξουμε από πάνω μας την ηττοπάθεια και την κατήφεια που μας κατατρύχουν εδώ και δεκαετίες, να διεκδικήσουμε ξανά υπερήφανα μια ιδεολογική αντι-ηγεμονία, να γίνουμε μια χαρούμενη Αριστερά που δεν ντρέπεται για τα λάθη του παρελθόντος και δεν φοβάται να αντικρίσει το μέλλον, που δεν διστάζει να χαμογελάσει μπροστά στο πρόσωπο του χαμού.

Αφού, εξάλλου, γνωρίζουμε καλά πως «κι ας μη νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα», ας το κάνουμε με το κεφάλι ψηλά και όχι με αφελή αισιοδοξία αλλά με παθιασμένη ελπίδα.

 

* Ο Δημήτρης Οικονόμου είναι φοιτητής Ηθικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Μπόχουμ και μέλος του ΜεΡΑ 25 Ελλάδας και Γερμανίας



Δεν υπάρχουν σχόλια: